Ἑλλάνιος
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
Dor. for Ἑλλήνιος.
Greek (Liddell-Scott)
Ἑλλάνιος: Δωρ. ἀντὶ τοῦ Ἑλλήνιος.
French (Bailly abrégé)
dor. c. Ἑλλήνιος.
English (Slater)
Ἑλλᾱνιος
1 of Hellas, cult title of Zeus. (Αἴγινα) τάν ποτεὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν θέσσαντο πὰρ βωμὸν πατέρος Ἑλλανίου στάντες (Ἑλλήνιος δὲ Ζεὺς τιμᾶται ἐν Αἰγίνῃ παρὰ τῷ οὕτως Ἑλληνίῳ ἀκρωτηρίῳ καλουμένῳ. Σ.) (N. 5.10) ὦ Διὸς Ἑλλανίου φαεννὸν ἄστρον sc. Aigina (Pae. 6.125)
Greek Monotonic
Ἑλλάνιος: Δωρ. αντί Ἑλλήνιος.
Russian (Dvoretsky)
Ἑλλάνιος: дор. = Ἑλλήνιος.