ἐντεριώνη

From LSJ
Revision as of 19:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντεριώνη Medium diacritics: ἐντεριώνη Low diacritics: εντεριώνη Capitals: ΕΝΤΕΡΙΩΝΗ
Transliteration A: enteriṓnē Transliteration B: enteriōnē Transliteration C: enterioni Beta Code: e)nteriw/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A inmost part, pith or heart-wood of plants, Hp.Mul. 1.78, Thphr.HP3.17.5, 1.2.6, Porph.Gaur.3.3, Luc.VH2.37.

German (Pape)

[Seite 855] ἡ, = Folgdm, Arist. plant. 2, 8; nach Theophr. = μήτρα.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντεριώνη: ἡ, τὸ ἐσώτατον μέρος, ἡ καρδία τῶν φυτῶν, Ἱππ. 624, 24, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 8, 4· μήτρα δὲ τὸ μεταξὺ τοῦ ξύλου, τρίτον ἀπὸ τοῦ φλοιοῦ, οἷον ἐν τοῖς ὀστοῖς μυελός. καλοῦσι δέ τινες τοῦτο καρδίαν, οἱ δ’ ἐντεριώνην· ἔνιοι δὲ τὸ ἐντὸς τῆς μήτρας αὐτῆς καρδίαν, οἱ δὲ μυελὸν Θεοφρ. π. Φυτ. 1. 2, 6, πρβλ. 3. 17, 5, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐντεριώνη· τὸ ἐντὸς τοῦ ἀγρίου σικυοῦ, ἢ τὰ ἔνδον», πρβλ. ἐντερόνεια.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
1 parte interior, corazón, médula bot. σικύης ἐ. Hp.Mul.1.78, cf. Dsc.Eup.2.83.3, Thphr.HP 1.2.6, de arbustos y árboles, Thphr.HP 3.12.1, 13.4, 5.1.9, Gal.5.602, Plu.2.269a, Basil.Hex.5.7 (p.81)
de frutos pulpa Luc.VH 2.37, Aët.6.13, Orib.45.29.2, incluidas las pepitas, Gr.Nyss.Hom.Opif.20.290
esp. anat. ἐ. τῶν νεύρων médula, parte interna de los nervios Gal.5.602, 645.
2 entom. γῆς ἐ. gusano, lombriz ἢ ὡς ἕλμιγγα ἤτοι γῆς ἐντεριώνην καταλείψω Epiph.Const.Haer.71.6.2.
3 p. ext., náut. la parte interna y más profunda de la nave, panza Hdn.Gr. en Sch.Ar.Eq.1185a, glos. a ἐντερόνεια Hsch.

Greek Monolingual

η (AM ἐντεριώνη)
το εσωτερικό μέρος του βλαστού ή της ρίζας τών φυτών, καρδιά, ψίχα.

Russian (Dvoretsky)

ἐντεριώνη: ἡ сердцевина (τῶν φυτῶν Arst., Plut.).