ἔξηβος

From LSJ
Revision as of 20:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔξηβος Medium diacritics: ἔξηβος Low diacritics: έξηβος Capitals: ΕΞΗΒΟΣ
Transliteration A: éxēbos Transliteration B: exēbos Transliteration C: eksivos Beta Code: e)/chbos

English (LSJ)

ον, (ἥβη)

   A past one's youth (acc. to Hsch., thirty-five years old), A.Th.11.

German (Pape)

[Seite 880] aus den Jünglingsjahren herausgewachsen, Aesch. Spt. 11; nach B. A. 37 gewöhnlicher ἔξωρος.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξηβος: -ον, (ἥβη) «ἔξω τῆς ἥβης· τριάκοντα πέντε ἐτῶν» Ἡσύχ.· καὶ τὸν ἐλλείποντ’ ἔτι ἥβης ἀκμαίας, καὶ τὸν ἔξηβον χρόνῳ Αἰσχύλ. Θήβ. 11.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui a dépassé l’âge des éphèbes.
Étymologie: ἐξ, ἥβη.

Greek Monolingual

ἔξηβος, -ον (Α)
αυτός που πέρασε την ηλικία του εφήβου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ηβός, πρβλ. έφ-ηβος].

Greek Monotonic

ἔξηβος: -ον (ἥβη), αυτός που έχει περάσει την εφηβική ηλικία, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἔξηβος: ὁ вышедший из юношеского возраста, т. е. зрелый муж Aesch.