ἐπιπόδιος
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
α, ον,
A upon the feet, S.OT1350 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 971] an den Füßen, z. B. πέδαι, Fußfesseln, Soph. O. R. 1350.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπόδιος: -α, -ον, (ποὺς) ὁ ἐπὶ τῶν ποδῶν· σχηματισθὲν ὡς τὸ ἐμπόδιος, περιπόδιος, ὄλοιθ’ ὅστις ἦν ὃς ἀγρίας πέδας... ἐπιποδίας ἔλυσ’ Σοφ. Ο. Τ. 1350.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
attaché aux pieds.
Étymologie: ἐπί, πούς.
Greek Monolingual
ἐπιπόδιος, -ον (Α) πους
αυτός που βρίσκεται πάνω στα πόδια ή ανήκει στα πόδια («ἀγρίας πέδας... ἐπιποδίας [[[δεσμά]]]», Σοφ.).
Greek Monotonic
ἐπιπόδιος: -α, -ον (πούς), αυτός που βρίσκεται στα πόδια, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπόδιος: находящийся на ногах, ножной (πέδαι Soph.).