ἑπταβόειος

From LSJ
Revision as of 20:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑπτᾰβόειος Medium diacritics: ἑπταβόειος Low diacritics: επταβόειος Capitals: ΕΠΤΑΒΟΕΙΟΣ
Transliteration A: heptabóeios Transliteration B: heptaboeios Transliteration C: eptavoeios Beta Code: e(ptabo/eios

English (LSJ)

ον,

   A of seven bulls'-hides, σάκος Il.7.220,222, etc.; comically, θυμοὶ ἑ. Ar.Ra.1017.

German (Pape)

[Seite 1012] aus sieben (über einander gelegten) Rindshäuten bestehend, σάκος, der siebenhäutige Schild des Ajas Telamonius, Il.; komisch θυμοὶ ἑπταβόειοι Ar. Ran. 1017, fest, unerschütterlich.

Greek (Liddell-Scott)

ἑπταβόειος: -ον, κεκαλυμμένος δι’ ἑπτὰ πτυχῶν βοείου δέρματος, φέρων σάκος... χάλκεον, ἑπταβόειον Ἰλ. Η. 220˙ σάκος αἴολον, ἑπταβόειον ταύρων ζατρεφέων αὐτόθι 222, κτλ.˙ κωμικῶς, θυμοὶ ἑπτ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 1017, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
garni de sept peaux de bœuf.
Étymologie: ἑπτά, βοῦς.

English (Autenrieth)

(βοείη): of seven folds of hide; σάκος, Il. 7.220 ff. (Il.)

Greek Monolingual

ἑπταβόειος, -ον (Α)
1. ο καλυμμένος με επτά επάλληλα βοδινά δέρματα («σάκος... ἑπταβόειον» — ασπίδα χάλκινη ή ξύλινη ντυμένη με επτά δέρματα, Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. κωμικά («θυμοὶ ἑπταβόειοι» — θυμοί όσο επτά βοδιών μαζί, Αριστοφ.).

Greek Monotonic

ἑπταβόειος: -ον, αυτός που αποτελείται από εφτά δέρματα βοδιού, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἑπτᾰβόειος: 1) сделанный (сшитый) из семи бычачьих шкур (σάκος Hom., Plut.);
2) шутл. словно обшитый семью шкурами, семишкурный (θυμοί Arph.).