εὔτηκτος

From LSJ
Revision as of 21:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔτηκτος Medium diacritics: εὔτηκτος Low diacritics: εύτηκτος Capitals: ΕΥΤΗΚΤΟΣ
Transliteration A: eútēktos Transliteration B: eutēktos Transliteration C: eytiktos Beta Code: eu)/thktos

English (LSJ)

ον,

   A easily melted or dissolved, Arist.Pr.865b1 (Comp.), de An.422a19, LXX Wi.19.21, Man.6.524: hence εὐτηξία, ἡ, fusibility, Arist.Mir.834a7.

German (Pape)

[Seite 1102] leicht zu schmelzen, Arist. de anim. 3, 10 probl. 1, 50 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὔτηκτος: -ον, εὐκόλως τηκόμενος ἢ διαλυόμενος, Ἀριστ. Πρβλ. 1. 50, κλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔτηκτος, -ον)
1. αυτός που τήκεται εύκολα, που λειώνει εύκολα
2. το ουδ. ως ουσ. τo εὔτηκτο(ν)
η ευτηξία, η εύκολη τήξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τηκτός (< τήκω)].

Russian (Dvoretsky)

εὔτηκτος: легко расплавляющийся, быстро растворяющийся (τὸ ἁλμυρόν Arst.).