Ζηνόφρων

From LSJ
Revision as of 21:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ζηνόφρων Medium diacritics: Ζηνόφρων Low diacritics: Ζηνόφρων Capitals: ΖΗΝΟΦΡΩΝ
Transliteration A: Zēnóphrōn Transliteration B: Zēnophrōn Transliteration C: Zinofron Beta Code: *zhno/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (Ζήν, φρήν)

   A knowing the mind of Zeus, epith. of Apollo as revealing Zeus' will in oracles, AP9.525.7.

Greek (Liddell-Scott)

Ζηνόφρων: -ον, γεν. ονος, (Ζήν, φρὴν) ὁ γινώσκων τὸ φρόνημα ἢ τὰς βουλὰς τοῦ Διός, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος ὡς ἀποκαλύπτοντος τὴν βούλησιν τοῦ Διὸς διὰ τῶν χρησμῶν του, Ἀνθ. Π. 9. 525, 7· οὕτω καὶ Ζηνο-δοτήρ, ῆρος, αὐτόθι.

Greek Monotonic

Ζηνόφρων: -ον (Ζήν, φρήν), γεν. -ονος, αυτός που γνωρίζει τις βουλές ή τη θέληση του Δία, επίθ. που χρησιμοποιείται για τον Απόλλωνα, καθώς θεωρούνταν ότι αποκάλυπτε μέσω των χρησμών του τις βουλές του Δία, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

Ζηνόφρων: ονος ὁ передающий мысли Зевса (Ἀπόλλων Anth.).