θεόγονος

From LSJ
Revision as of 21:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόγονος Medium diacritics: θεόγονος Low diacritics: θεόγονος Capitals: ΘΕΟΓΟΝΟΣ
Transliteration A: theógonos Transliteration B: theogonos Transliteration C: theogonos Beta Code: qeo/gonos

English (LSJ)

ον,

   A born of God, divine, E.Or.346.

German (Pape)

[Seite 1195] von Gott geboren, von den Göttern abstammend, Eur. Or. 846; K. S.

Greek (Liddell-Scott)

θεόγονος: -ον, ἐκ θεοῦ γεννηθείς, θεῖος, Εὐρ. Ὀρ. 346.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
né d’un dieu, divin ; né de Dieu.
Étymologie: θεός, γίγνομαι.

Greek Monolingual

θεόγονος, -ον (Α)
γεννημένος από θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -γονος (< γίγνομαι), πρβλ. από-γονος, επί-γονος].

Greek Monotonic

θεόγονος: -ον (γίγνομαι), ο γεννημένος από θεό, θεϊκός, ουράνιος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

θεόγονος: рожденный богами, божественного происхождения (γάμοι Eur.).