θαρσύς

From LSJ
Revision as of 21:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source

German (Pape)

[Seite 1187] εῖα, ύ, als v. l. von θρασύς, hier und da, s. dieses.

Greek (Liddell-Scott)

θαρσύς: -εῖα, ύ, πλήρης θάρρους, Φίλων 2. 665, διάφ. γραφ. ἐν Θουκ. 7. 77· ἴδε θράσος.

Greek Monolingual

θαρσύς, -εῖα, -ύ (Α)
τολμηρός, θαρραλέος.
επίρρ...
θαρσέως και θαρσέα (Μ)
1. με θάρρος, θαρραλέα
2. υπερβολικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του θρασύς (βλ. και θαρσύνω)].

Russian (Dvoretsky)

θαρσύς: εῖα, ύ v. l. = θρασύς.