ἰσοτέλεια

From LSJ
Revision as of 22:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοτέλεια Medium diacritics: ἰσοτέλεια Low diacritics: ισοτέλεια Capitals: ΙΣΟΤΕΛΕΙΑ
Transliteration A: isotéleia Transliteration B: isoteleia Transliteration C: isoteleia Beta Code: i)sote/leia

English (LSJ)

ἡ,

   A condition of an ἰσοτελής, equality in tax and tribute, X.HG2.4.25, Vect.4.12, IG22.109b20, 276.13, al., GDI3077 (Mesembria), Ph.1.160, etc.: freq. in Boeot. Inscrr., ϝισοτέλια IG7.505, al. (Tanagra).

German (Pape)

[Seite 1267] ἡ, Stand und Rechte eines ἰσοτελής, Gleichheit der Abgaben u. Staatslasten eines Fremden mit dem eigentlichen Bürger, Xen. Hell. 2, 4, 25; παρέχει ἡ πόλις ἐπὶ ἰσοτελείᾳ καὶ τῶν ξένων τῷ βουλομένῳ ἐργάζεσθαι ἐν τοῖς μετάλλοις Vect. 4, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοτέλεια: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ ἰσοτελής, ἰσότης φόρων καὶ δασμῶν, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 25, Πόροι 4. 12, Συλλ. 2053b, c· φέρεται ϝισοτελία ἐν Βοιωτ. Ἐπιγρ., ἴδε ἴσος ἐν τέλει, ἰσοτελὴς ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
état politique de l’ ἰσοτελής.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἰσοτέλεια) ισοτελής
1. το να καταβάλλει κάποιος στο δημόσιο τις ίδιες εισφορές που καταβάλλουν οι άλλοι
2. η ιδιότητα του ισοτελούς μετοίκου.

Greek Monotonic

ἰσοτέλεια: ἡ, κατάσταση του «ἰσοτελοῦς», ισότητα φόρων και δασμών, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἰσοτέλεια: ἡ податное равенство (иностранцев с местным населением) Xen.