κακοδαιμονάω

From LSJ
Revision as of 22:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοδαιμονάω Medium diacritics: κακοδαιμονάω Low diacritics: κακοδαιμονάω Capitals: ΚΑΚΟΔΑΙΜΟΝΑΩ
Transliteration A: kakodaimonáō Transliteration B: kakodaimonaō Transliteration C: kakodaimonao Beta Code: kakodaimona/w

English (LSJ)

   A to be tormented by an evil genius, possessed by an evil spirit, Ar.Pl.372, X.Mem.2.1.5, D.8.16 (-οῦσι codd.), Din.1.91, v.l. for sq. in M.Ant.2.8.

German (Pape)

[Seite 1299] von einem bösen Dämon besessen sein, wie ein Besessener handeln, rasen; Ar. Plut. 372; Xen. Mem. 2, 1, 5; Din. 1, 91. S. das Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοδαιμονάω: κατέχομαι ἢ βασανίζομαι ὑπὸ κακοῦ δαίμονος, εἶμαι ὥς τις δαιμονιζόμενος, Ἀριστοφ. Πλ. 372, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 5, Δημ. 93. 24 (κοινῶς κακοδαιμονοῦσι), Δείναρχ. 101. 41, Πλουτ. Λούκουλλ. 4· πρβλ. κακοδαιμονία ΙΙ, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 79.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être inspiré par un mauvais génie ; être en démence.
Étymologie: κακοδαίμων.

Greek Monotonic

κᾰκοδαιμονάω: βασανίζομαι από κακό δαίμονα, κατέχομαι από κακό πνεύμα, σε Αριστ., Ξεν. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοδαιμονάω: быть одержимым злой силой, бесноваться, безумствовать Arph., Xen.