κάρη
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
German (Pape)
[Seite 1327] τό, ion. u. ep. = κάρα, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
ion. et épq. c. κάρα.
English (Autenrieth)
(Att. κάρᾶ), gen. κάρητος, καρήατος, κρᾶτός, κράατος, dat. similarly, acc. κάρη, κρᾶτα, pl. καρήατα, κρᾶτα, κράατα, dat. κρᾶσί, κράτεσφι: head, of men or animals; also of a poppy, mountain-peaks, the head of a harbor, Il. 8.306, Il. 20.5, Od. 9.140. For κρῆθεν, see κατάκρηθεν.
Greek Monolingual
κάρη, τὸ (Α)
ιων. τ. του λ. κάρα (II).
Greek Monotonic
κάρη: τό, Ιων. αντί κάρα, το κεφάλι.
Russian (Dvoretsky)
κάρη: ἡ эп.-ион. = κάρα I.