κατασοβέω
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
A frighten away, scare, τοὺς ὄρνιθας Arist.Mir.841b22; drive down, εἰς βαθὺ φρέαρ Parth.14.3.
German (Pape)
[Seite 1380] hinab-, verscheuchen, πέρδικα εἰς φρέαρ Parthen. 14; VLL.
Greek (Liddell-Scott)
κατασοβέω: καταδιώκω, διεγείρων φόβον, τοὺς ὄρνιθας Ἀριστ. π. Θαυμασ. 118. 2· καταδιώκων ὠθῶ εἰς…, πέρδικα τιθασὸν εἰς τὸ φρέαρ κ. Παρθέν. 14.
Russian (Dvoretsky)
κατασοβέω: спугивать, прогонять (τοὺς ὄρνιθας Arst.).