κατέσκληκα
From LSJ
τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)
English (LSJ)
A v. κατασκέλλομαι.
Greek (Liddell-Scott)
κατέσκληκα: ἴδε κατασκέλλω.
French (Bailly abrégé)
v. κατασκέλλω.
Greek Monotonic
κατέσκληκα: παρακ. του κατασκέλλομαι.
Russian (Dvoretsky)
κατέσκληκα: pf. к κατασκέλλω 2.