καταπόρνευσις

From LSJ
Revision as of 22:45, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπόρνευσις Medium diacritics: καταπόρνευσις Low diacritics: καταπόρνευσις Capitals: ΚΑΤΑΠΟΡΝΕΥΣΙΣ
Transliteration A: katapórneusis Transliteration B: kataporneusis Transliteration C: katapornefsis Beta Code: katapo/rneusis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A prostitution, θυγατέρων παρθένων Plu.Tim. 13 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1372] ἡ, das Verhuren, θυγατέρων παρθένων Plut. Timol. 13.

Greek (Liddell-Scott)

καταπόρνευσις: -εως, ἡ, τὸ μεταχειρίζεσθαι ὡς πόρνην, ἀτιμάζειν, παρθένων Πλουτ. Τιμολ. 13.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
prostitution.
Étymologie: καταπορνεύω.

Greek Monolingual

καταπόρνευσις, ἡ (Α) καταπορνεύω
εκπόρνευση, προαγωγεία.

Russian (Dvoretsky)

καταπόρνευσις: εως ἡ предавание разврату, проституирование (θυγατέρων παρθένων Plut.).