κουροβόρος

From LSJ
Revision as of 23:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουροβόρος Medium diacritics: κουροβόρος Low diacritics: κουροβόρος Capitals: ΚΟΥΡΟΒΟΡΟΣ
Transliteration A: kourobóros Transliteration B: kouroboros Transliteration C: kourovoros Beta Code: kourobo/ros

English (LSJ)

ον,

   A devouring children, A.Ag.1512 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

κουροβόρος: -ον, κατατρώγων παιδία, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1512˙ ἴδε πάχνη.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dévore (càd qui fait périr) les enfants.
Étymologie: κοῦρος, βιβρώσκω.

Greek Monolingual

κουροβόρος, -ον (Α)
αυτός που κατατρώγει παιδιά, παιδοφάγος, παιδοκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + -βόρος (< βορά), πρβλ. δημο-βόρος, θυμο-βόρος].

Greek Monotonic

κουροβόρος: -ον (βι-βρώσκω), αυτός που καταβροχθίζει παιδιά, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κουροβόρος: пожирающий детей Aesch.