κρόμυον

From LSJ
Revision as of 23:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρόμῠον Medium diacritics: κρόμυον Low diacritics: κρόμυον Capitals: ΚΡΟΜΥΟΝ
Transliteration A: krómyon Transliteration B: kromyon Transliteration C: kromyon Beta Code: kro/muon

English (LSJ)

   A v. κρόμμυον.

Greek (Liddell-Scott)

κρόμυον: τό, «κρομμύδι», κρομύοιο λόπον Ὀδ. Τ. 233· ἐσθιόμενον ὡς προσφάγιον, κρόμυον ποτῷ ὄψον Ἰλ. Λ. 630· ― μετέπειτα ἀείποτε κρόμμυον, διὰ δύο μ, Ἡρόδ. 2. 125., 4. 17, καὶ συχν. παρ’ Ἀριστοφ. (ἂν καὶ οἱ Ἀντιγραφ. συχνάκις γράφουσι κρόμυον δι’ ἑνὸς μ)· κελεύω κρόμμυα ἐσθίειν, = κλαίειν κελεύω, Βίας παρὰ Διογ. Λ. 1. 83. ΙΙ. τὰ κρόμμυα, ἡ τῶν κρομμύων ἀγορά, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 5. ― Πρβλ. σκόροδον.

French (Bailly abrégé)

poét. c. κρόμμυον.

English (Autenrieth)

onion.

Greek Monotonic

κρόμυον: τό, κρεμμύδι, σε Όμηρ.· μεταγεν. κρόμμυον, σε Ηρόδ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κρόμυον: τό эп. = κρόμμυον.