κτηνηδόν

From LSJ
Revision as of 23:22, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτηνηδόν Medium diacritics: κτηνηδόν Low diacritics: κτηνηδόν Capitals: ΚΤΗΝΗΔΟΝ
Transliteration A: ktēnēdón Transliteration B: ktēnēdon Transliteration C: ktinidon Beta Code: kthnhdo/n

English (LSJ)

Adv., (κτῆνος)

   A like beasts, Hdt.4.180.

German (Pape)

[Seite 1519] nach Art des Viehes, μισγόμενοι, Her. 4, 180.

Greek (Liddell-Scott)

κτηνηδόν: Ἐπίρρ. (κτῆνος) δίκην κτήνους, ὡς κτῆνος, κτηνηδὸν μισγόμενοι Ἡρόδ. 4. 180.

French (Bailly abrégé)

adv.
comme les bestiaux.
Étymologie: κτῆνος, -δον.

Greek Monolingual

κτηνηδόν (Α)
επίρρ. σαν κτήνος, σαν τα ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. αγελ-ηδόν, λεοντ-ηδόν)].

Greek Monotonic

κτηνηδόν: επίρρ. (κτῆνος), όπως τα θηρία, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κτηνηδόν: adv. подобно скоту, по-скотски (μισγόμενοι Her.).