λιπόξυλος

From LSJ
Revision as of 23:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐπόξῠλος Medium diacritics: λιπόξυλος Low diacritics: λιπόξυλος Capitals: ΛΙΠΟΞΥΛΟΣ
Transliteration A: lipóxylos Transliteration B: lipoxylos Transliteration C: lipoksylos Beta Code: lipo/culos

English (LSJ)

ον,

   A lacking wood: metaph., defective, feeble, πίστις Emp.71.1, cf. 21.2.

German (Pape)

[Seite 52] f. L, für λιποζύγων bei Empedocl. 69.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπόξῠλος: -ον, ἐστερημένος ξύλου· ἀλλὰ παρ’ Ἐμπεδ. 121, 277 πρέπει νὰ ἔχῃ γενικὴν σημασίαν, ἐλλιπής, ἀδύνατος.

Greek Monolingual

λιπόξυλος, -ον (Α)
1. αυτός που στερείται ξύλου
2. μτφ. αδύνατος, ελλιπής, ανεπαρκήςλιπόξυλος πίστις», Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + ξύλον.

Russian (Dvoretsky)

λιπόξῠλος: досл. не имеющий дров, перен. беспомощный, слабый (πίστις Emped.).