λυσιτέλεια

From LSJ
Revision as of 23:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ἒστιν ὃ μὲν χείρων, ὃ δ' ἀμείνων ἔργον ἕκαστον· οὐδεὶς δ' ἀνθρώπων αὐτὸς ἅπαντα σοφός. (Theognis 901f.) → One is worse, the other better at each deed, but no man is wise in all things.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡσῐτέλεια Medium diacritics: λυσιτέλεια Low diacritics: λυσιτέλεια Capitals: ΛΥΣΙΤΕΛΕΙΑ
Transliteration A: lysitéleia Transliteration B: lysiteleia Transliteration C: lysiteleia Beta Code: lusite/leia

English (LSJ)

ἡ,

   A advantage, profit, Thphr. ap. D.L.5.54, D.S.1.36, LXX 2 Ma.2.27, J.AJ16.9.1; λ. περὶ τὸν χρόνον economy in respect of time, i.e. by postponement of payments until they fell due, Plb.31.27.11; διὰ λυσιτέλειαν for the sake of economy, Dsc.5.8.—Rejected by the Atticists, Poll.5.136, Moer.p.248 P., Phot.

Greek (Liddell-Scott)

λῡσιτέλεια: ἡ, κέρδος, ὠφέλεια, Θεόφρ. παρὰ Διογ. Λ. 5. 54, Διόδ. 1. 36· λ. περὶ τὸν χρόνον, οἰκονομία χρόνου κατὰ τὰς πληρωμάς, Πολύβ. 32. 13, 11. ― Λέξις ἀποδοκιμαζομένη ὑπὸ τῶν Ἀττικιζόντων, Φρύνιχ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
avantage, gain, profit.
Étymologie: λυσιτελής.

Greek Monolingual

η (Α λυσιτέλεια) λυσιτελής
κέρδος, όφελος («καὶ ζητοῡντι τὴν ἑτέρων λυσιτέλειαν», ΠΔ)
αρχ.
φρ. α) «λυσιτέλεια περὶ τὸν χρόνον» — αναβολή πληρωμών ωσότου καταστούν υποχρεωτικές
β) «διὰ λυσιτέλειαν» — για οικονομία.

Russian (Dvoretsky)

λῡσῐτέλεια: ἡ польза, выгода Diod., Diog. L.: λ. περὶ τὸν χρόνον Polyb. выигрыш во времени.