μεγαλοεργός
From LSJ
ἡ δὲ γεωργία πέττει καὶ ἐνεργὸν ποιεῖ τὴν τροφήν → tillage brings to maturity and calls into action the nutritive properties of the soil
English (LSJ)
contr. μεγᾰλουργός, όν,
A = μεγαλοεργής: τὸ μ., = μεγαλοεργία, Plu.Caes.58, Luc.Alex.4, Procl.in Prm.p.663 S., al.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
c. μεγαλουργής.
Greek Monolingual
μεγαλοεργός, -ον (Α)
βλ. μεγαλουργός.
Greek Monotonic
μεγᾰλοεργός: συνηρ. -ουργός, -όν, = μεγαλοεργής, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλοεργός: стяж. μεγᾰλουργός 2 Plut., Luc. = μεγαλοεργής.