μενοινή

From LSJ
Revision as of 00:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die

Sophocles, Antigone, 220
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μενοινή Medium diacritics: μενοινή Low diacritics: μενοινή Capitals: ΜΕΝΟΙΝΗ
Transliteration A: menoinḗ Transliteration B: menoinē Transliteration C: menoini Beta Code: menoinh/

English (LSJ)

ἡ,

   A eager desire, Call.Jou.90, A.R.1.894, AP11.350 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 133] ἡ (μένος, μενοινάω), heftiger Trieb, Verlangen, Bestreben, Suid. erklärt προθυμία; nur sp. D.; οὐ σύ γε τήνδε μενοινὴν σχήσεις An. Rh. 1, 894, vgl. 700; ὅλην μενοινὴν εἴς τινα τρέπειν Ep. ad. 494 (Plan. 302); μενοινὴν σοφὴν Ἐπικτήτοιο τελέω Ep. ad. 575 (IX, 208); Christod. Ecphr. 172.

Greek (Liddell-Scott)

μενοινή: ἡ, ἔνθερμος ἐπιθυμία, Καλλ. εἰς Δία 90, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 894, Ἀνθ. Π. 41. 350.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
pensée, désir.
Étymologie: μένος.

Greek Monolingual

μενοινή, ἡ (Α)
έντονη, θερμή επιθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μενοινῶ «επιθυμώ σφοδρά, επιζητώ»].

Greek Monotonic

μενοινή: ἡ, σφοδρή επιθυμία, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μενοινή: ἡ желание, стремление Anth.