ναρός
Νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν → Res est honesta pro locis leges sequi → Gesetzen seines Land's zu folgen das ist recht
English (LSJ)
ά, όν, (νάω)
A flowing, liquid, Δίρκη A.Fr.347; ναρὰ καὶ κρηναῖα ποτά S.Fr.621; cf. νηρός.
German (Pape)
[Seite 230] (νάω), fließend; Δίρκη, Aesch. frg. 426; Soph. frg. 560; VLL. erkl. ὑγρός; nach Phryn., der für νηρὸν ὕδωρ vielmehr πρόσφατον zu sagen räth, ist ναρός od. νηρός = νεαρός, frisch.
Greek (Liddell-Scott)
νᾱρός: ά, ον, (νάω) ὁ ῥέων, ῥευστός, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 399· ναρὰ κρηναῑα ποτὰ Σοφ. 560. Ἀρχαία λέξις, μνημονευομένη ὑπὸ τοῦ Φρυνίχ., ἴδε Λοβ. 42. (Πρβλ. Νηρεύς, καὶ τὸ τῆς νεωτέρας Ἑλληνικῆς νερόν).
Greek Monolingual
ναρός, -ά, -όν (Α)
αυτός που ρέει, ο υγρός, ο ρευστός («ναρᾱς Δίρκης», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναFερος < νάω + κατάλ. -ερός πρβλ. θαλ-ερός) με σίγηση του ενδοφωνηεντικού F και συναίρεση].