ναυμαχέω

From LSJ
Revision as of 00:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυμᾰχέω Medium diacritics: ναυμαχέω Low diacritics: ναυμαχέω Capitals: ΝΑΥΜΑΧΕΩ
Transliteration A: naumachéō Transliteration B: naumacheō Transliteration C: navmacheo Beta Code: naumaxe/w

English (LSJ)

   A fight by sea, Hdt.7.143, al.; τινι with one, Id.2.161; ἐναντία τῇ πόλει And.1.101; πρός τινας X.HG2.1.14; περὶ πατρίδος Hdt.8.57; ν. τὴν περὶ τῶν κρεῶν, i.e. to be in the battle of Arginusae (v. κρέας 2), Ar.Ra.191; μὰ τοὺς ἐν Σαλαμῖνι ναυμαχήσαντας D.18.208, cf. Pl.Mx.241b, 241d.    2 metaph., do battle with, κακοῖς τοσούτοις Ar.V.479.

German (Pape)

[Seite 231] zu Schiffe, zur See kämpfen, eine Seeschlacht liefern; Her. 8, 42. 6, 46 u. öfter; Thuc. 3, 54; Ggstz von πεζομαχέω, 2, 112; πρός τινα, Plat. Polit. 298 d (wie Thuc. 2, 83 Plut. Them. 4); Menex. 241 e; Lys. 2, 47 u. A.; τινί, Pol. 14, 9, 7; komisch, κακοῖς, Ar. Vesp. 477.

Greek (Liddell-Scott)

ναυμᾰχέω: μάχομαι διὰ πλοίων ἐν τῇ θαλάσσῃ, κάμνω ναυμαχίαν, Ἡρόδ. 7. 143, κ. ἀλλ.· τινι 2. 161· ἐναντία τῇ πόλει Ἀνδοκ. 13. 27· πρός τινα Ξεν. Ἑλλ. 2. 1. 9· πρὸ ἢ περί τινος Ἡρόδ. 8. 57· δοῦλον οὐκ ἄγω εἰ μὴ νεναυμάχηκε τὴν περὶ τῶν κρεῶν, δηλ. τὴν περὶ τῶν νεκρῶν σωμάτων ναυμαχίαν ἐν Ἀργινούσαις, Ἀριστοφ. Βάτρ. 191· ναυμαχῶ μετά τινος πρός τινα Λυκοῦργ. 17 μὰ τοὺς ἐν Σαλαμῖνι ναυμαχήσαντας Δημ. 297. 14, πρβλ. Πλάτ. Μενέξ. 241Β, D. 2) μεταφορ., μάχομαι, πολεμῶ τι, κακοῖς τοσούτοις Ἀριστοφ. Σφ. 479.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
combattre sur mer : τινι, πρός τινα contre qqn.
Étymologie: ναύμαχος.

Greek Monotonic

ναυμᾰχέω: (ναύμαχος), μέλ. -ήσω,
1. μάχομαι με πλοίο στη θάλασσα, εμπλέκομαι σε ναυμαχία, σε Ηρόδ., Ξεν.· ναυμαχέω τὴνπερὶ τῶν κρεῶν, μάχομαι για τις σορούς των νεκρών της ναυμαχίας (δηλ. των Αργινουσών), σε Αριστοφ.
2. μεταφ., μάχομαι, πολεμώ κάτι· κακοῖς, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ναυμαχέω: 1) сражаться на море, вести морской бой (τινι Her. и πρός τινα Thuc.);
2) перен. сражаться, бороться (κακοῖς τοσοῦτοις Arph.).