νεφελωτός

From LSJ
Revision as of 00:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεφελωτός Medium diacritics: νεφελωτός Low diacritics: νεφελωτός Capitals: ΝΕΦΕΛΩΤΟΣ
Transliteration A: nephelōtós Transliteration B: nephelōtos Transliteration C: nefelotos Beta Code: nefelwto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A clouded: made of clouds, Luc.VH1.19.

Greek (Liddell-Scott)

νεφελωτός: -ή, -όν, πλήρης νεφελῶν, ἐκ νεφελῶν πεποιημένος, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 19.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
fait de nuages.
Étymologie: νεφέλη.

Greek Monolingual

νεφελωτός, -ή, -όν (Α)
γεμάτος με σύννεφα ή κατασκευασμένος από σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + κατάλ. -ωτός, μέσω αμάρτ. αρχ. νεφελώ].

Greek Monotonic

νεφελωτός: -ή, -όν (όπως αν προερχόταν από το νεφελόω = σχηματίζω σύννεφα), συννεφιασμένος, γεμάτος σύννεφα, δημιουργημένος από σύννεφα, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

νεφελωτός: сделанный из облака, облачный (τεῖχος Luc.).