οἶβος
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
ὁ,
A piece of meat from the back of an ox's neck, Luc.Lex.3.
Greek (Liddell-Scott)
οἶβος: ὁ, τεμάχιον κρέατος ἐκ τοῦ ὄπισθεν μέρους τοῦ αὐχένος βοός, Λουκ. Λεξιφ. 3.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
collet ou partie du cou d’un bœuf.
Étymologie: DELG pas d’étym.
Greek Monolingual
οἶβος, ὁ (Α)
τεμάχιο κρέατος από το πίσω μέρος του τραχήλου του βοδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αν θεωρηθεί ότι η λ. σημαίνει «τράχηλος, λαιμός», εμφανίζεται πιθ. ως β' συνθετικό στη λ. ὄχθοιβος].
Russian (Dvoretsky)
οἶβος: ὁ кулин. бычачий затылок Luc.