ὄστρεον
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
English (LSJ)
or ὄστρειον, τό,
A oyster; the proper Att. form is ὄστρειον (ὄστρεια . . ἔλεγον οἱ ἀρχαῖοι Ath.3.92e, cf. Moer.p.285 P. (who recommends ὀστρία [ῑ] wrongly), Phot., etc.), and this is required by the metre in the earlier Poets, κόγχοι, μύες, κὤστρεια A.Fr.34; ὄστρεια συμμεμυκότα Epich.42 (ὄστρεα codd. Ath.); πίννῃσι καὶ ὀστρείοισιν ὁμοίη Cratin.8; πίνναι, λεπάδες, μύες, ὄστρεια Anaxandr.41.61 (anap.); while ὄστρεον is used in late Ep., Matro Conv.16, Nic.Fr.83, and is found in Pap., PCair.Zen.82.13 (iii B. C.), POxy.738.5 (i A. D.):—the readings vary in Pl. (v. infr. III), as in Arist., cf. HA490b10, 525a20: generally, of all bivalves, ib.525a20, 528a1, Fr.304, Gal.12.345. II oyster- or bivalve-shell, Arist.HA531b5, 590a32. III purple pigment, prob. that produced by the murex, cf. Arist.HA548a12; ὄστρεον μόνον ἐπιφέρειν Pl.Cra.424d; ὀστρείῳ ἐναληλιμμένος Id.R.420c; τὰ σώματα ἐκέχριντο ὀστρείῳ Callix.2: ὄστρεα· τὰ κογχύλια, Αάκωνες ἄνθος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 401] τό, = ὄστρειον, Auster, Muschel; Plat. Tim. 92; ὄστρεά (Ath. las ὄστρεια) τε καὶ φύκια καὶ πέτρας, Rep. X, 611 d; oft bei Ath. aus Comic. – Purpurfarbe, Plat. Crat. 424 d, wahrscheinlich eine Art Lackfarbe.
Greek (Liddell-Scott)
ὄστρεον: ἢ ὄστρειον, τό· (ἴδε ἐν λ. ὀστέον)· - ὀστρείδιον, κοινῶς «ὀστρεῖδι», Λατιν. ostrea: - ὁ κυρίως Ἀττικ. τύπος εἶναι ὄστρειον (ὄστρεια.. ἔλεγον οἱ ἀρχαῖοι Ἀθήν. 92F, πρβλ. Μοῖριν 185, Φώτ., κλ.), καὶ τοῦτον ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον ἐν τοῖς παλαιοτέροις τῶν ποιητῶν, κόγχοι, μύες, κὤστρεια Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 25· ὄστρεια συμμεμυκότα Ἐπίχ. 23 Ahr.· πίννῃσι καὶ ὀστρείοισιν ὁμοίη Κρατῖνος ἐν «Ἀρχιλόχοις» 5· πίνναι, λεπάδες, μύες, ὄστρεια Ἀνσξανδρίδ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 60, κτλ. (ἴδε Κωμ. Ἀποσπ. ἐν τῷ Πίνακι)· ἐνῷ ὁ τύπος ὄστρεον εἶναι ἐν χρήσει παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., Νικ. παρ’ Ἀθην. 92D, Μάτρων παρὰ τῷ αὐτῷ 135Α· - παρὰ Πλάτωνι αἱ γραφαὶ ποικίλλουσι (ἴδε κατωτ. ΙΙ) ὡς παρ’ Ἀριστ., πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 6, 2 καὶ 4. 1, 28· - ὁ Ἀριστ. φαίνεται ὅτι χρῆται τῇ λέξει ἐπὶ παντὸς διθύρου ὀστρακοδέρμου καθόλου, π. τὰ Ζ. Ἱστ. ἔνθ’ ἀνωτ., παρ’ Ἀθην. 88Β, Γαλην. 12. 543. ΙΙ. ἐπὶ τῆς ἀκαλήφης ἥτις «ζῇ ἀπὸ τῆς πέτρας ὥσπερ ἀπ’ ὀστρέου» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 6, 7., 8. 2, 16. ΙΙΙ. = τῷ Λατ. ostrum, χρῶμα πορφυροῦν χρήσιμον πρὸς βαφήν, πιθαν. τὸ ἐκ τῆς πορφύρας (murex) παραγόμενον, ὄστρεον μόνον ἐπιφέρειν Πλάτ. Κρατ. 424D· ὀστρείῳ ἐναληλιμμένος ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 420C· τὰ σώματα ἐκέχριντο ὀστρείῳ Ἀθήν. 197F, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 21.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
huître, en gén. coquillage bivalve.
Étymologie: cf. lat. ostrea.
Greek Monotonic
ὄστρεον: Αττ. ὄστρειον, τό, στρείδι, Λατ. ostrea, σε Αισχύλ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ὄστρεον: Plat. etc. τό = ὄστρειον.