οὖλον
μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians
English (LSJ)
τό, mostly in pl., οὖλα, τά,
A the gums, A.Ch.898, Hp.Epid. 7.113, Aph.3.25, Morb.2.11, Pl.Phdr.251c, Nic.Th.306, etc.: sg., Arist.HA493a1, D.L.7.176.
German (Pape)
[Seite 413] τό, das Zahnfleisch, gew. im plur., οὔλοισιν ἐξήμελξας εὐτραφὲς γάλα, Aesch. Ch. 885; τὰ οὖλα, Plat. Phaedr. 251 c; oft bei Medic.; sing. bei D. L. 7, 176.
Greek (Liddell-Scott)
οὖλον: τό, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθυντ. οὖλα, τά, «γούλια», ἡ περὶ τὰ φατνία τῶν ὀδόντων σάρξ, Ἱππ. Ἀφ. 1248, Αἰσχύλ. Χο. 898, Πλάτ. Φαῖδρ. 251C ἑνικ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 12, Διογ. Λ. 7. 176. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως πρῆσμα τῶν οὔλων, οἴδημα, Ἱππ. 464. 28, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
gencive.
Étymologie: DELG étym. obscure.
Greek Monotonic
οὖλον: τό, κυρίως στον πληθ. οὖλα, τά, τα ούλα, τα τμήματα της στοματικής κοιλότητας που περιβάλλουν τα δόντια, σε Αισχύλ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
οὖλον: τό (преимущ. pl.) десна Aesch., Plat., Arst.