παραλειπτέον

From LSJ
Revision as of 01:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραλειπτέον Medium diacritics: παραλειπτέον Low diacritics: παραλειπτέον Capitals: ΠΑΡΑΛΕΙΠΤΕΟΝ
Transliteration A: paraleiptéon Transliteration B: paraleipteon Transliteration C: paraleipteon Beta Code: paraleipte/on

English (LSJ)

   A one must pass over, οὐ π. ὡς . . X.Ages.8.3 ; οὐ π. τὰ περὶ τῆς πόλεως Isoc.Ep.2.14 ; οὐ π. περί τινος D.S.5.83.

Greek (Liddell-Scott)

παραλειπτέον: ῥημ. ἐπίθ., τοῦ παραλείπω, δεῖ παραλείπειν, τῇ μεγαλοφροσύνῃ ὡς εὐκαίρως ἐχρῆτο οὐ παραλειπτέον Ξεν. Ἀγησ. 8, 3· οὐ παραλειπτέον ἐστὶ τὰ περὶ τῆς πόλεως Ἰσοκρ. 409C· οὐ π. περί τινος Διόδ. 5. 83.

Greek Monotonic

παραλειπτέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει κάποιος να παραλείψει, τι, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραλειπτέον, adj. verb. van παραλείπω, er moet weggelaten worden.

Russian (Dvoretsky)

παραλειπτέον: adj. verb. к παραλείπω.