παραπρήσσω
From LSJ
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
French (Bailly abrégé)
ion. c. παραπράσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραπρήσσω Ion. voor παραπράττω.
Russian (Dvoretsky)
παραπρήσσω: ион. = παραπράσσω.