πλατύφυλλος
From LSJ
English (LSJ)
[τῠ], ον,
A broad-leaved, Arist.APo.98b4, Thphr.HP 3.8.2, etc.: Comp. -ότερος Id.CP5.7.2.
German (Pape)
[Seite 627] breitblätterig; Arist. an. post. 2, 16; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτύφυλλος: -ον, ὁ ἔχων πλατέα φύλλα, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 16, 2, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 2, κτλ.· ― συγκρ. -ότερος, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 7, 2.
Greek Monolingual
-η, -ο / πλατύφυλλος, -ον, ΝΑ
(για φυτά και άνθη) αυτός που έχει πλατιά φύλλα ή πέταλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + φύλλον.
Russian (Dvoretsky)
πλᾰτύφυλλος: (ῠ) широколистый Arst.