προβάτιον
Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid
English (LSJ)
τό, Dim. of πρόβατον,
A little sheep, Ar.V.955, Pl.293, Pl.Phdr.259a, Strato Com. 1.22, Sotad.9.3, Plu.Fab.1, Philostr. VA3.43; π. ἀγαπητόν Men.319.3; προβατίου βίος Ar.Pl.922; προβατίου γνώμη Procop.Arc.13; of a kid, Ar.Av.856.
German (Pape)
[Seite 711] τό, dim. von πρόβατον, Schäfchen; Ar. Plut. 293. 299, Plat. Phaedr. 259 a; Xen. An. 6, 1, 22, wo Krüger πρόβατα schreibt.
Greek (Liddell-Scott)
προβάτιον: τό, ὑποκοριστ. τοῦ πρόβατον, μικρὸν πρόβατον, «προβατάκι», Λατ. ovicula, Ἀριστοφ. Πλ. 193, 299, 922, Πλάτ. Φαῖδρ. 259Α.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de πρόβατον.
Greek Monolingual
τὸ, Α πρόβατον
1. μικρό πρόβατο, προβατάκι
2. ερίφιο, κατσικάκι.
Greek Monotonic
προβάτιον: τό, υποκορ. του πρόβατον, μικρό πρόβατο, Λατ. ovicula, σε Αριστοφ., Πλάτ.· πρβλ. πρόβατον.
Russian (Dvoretsky)
προβάτιον: (ᾰ) τό овечка Arph., Xen., Plat.