προβαδίζω

From LSJ
Revision as of 03:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβᾰδίζω Medium diacritics: προβαδίζω Low diacritics: προβαδίζω Capitals: ΠΡΟΒΑΔΙΖΩ
Transliteration A: probadízō Transliteration B: probadizō Transliteration C: provadizo Beta Code: probadi/zw

English (LSJ)

   A go before, σκιὰ π. σώματος Plu.2.707b, cf. Hippiatr.1.

German (Pape)

[Seite 709] voran-, vorausgehen, Plut. Symp. 7, 6, 1.

Greek (Liddell-Scott)

προβᾰδίζω: βαδίζω πρό τινος, προηγοῦμαι, σκιὰ πρ. τοῦ σώματος Πλούτ. 2. 707Β.

French (Bailly abrégé)

marcher devant, gén..
Étymologie: πρό, βαδίζω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
βαδίζω πριν από κάποιον άλλο, προηγούμαι, προπορεύομαι
νεοελλ.
έχω το προβάδισμα, δηλαδή πηγαίνω μπροστά από τους άλλους σε επίσημες τελετές.

Russian (Dvoretsky)

προβᾰδίζω: двигаться впереди (τινός Plut.).