προβαδίζω
From LSJ
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
English (LSJ)
A go before, σκιὰ π. σώματος Plu.2.707b, cf. Hippiatr.1.
German (Pape)
[Seite 709] voran-, vorausgehen, Plut. Symp. 7, 6, 1.
Greek (Liddell-Scott)
προβᾰδίζω: βαδίζω πρό τινος, προηγοῦμαι, σκιὰ πρ. τοῦ σώματος Πλούτ. 2. 707Β.
French (Bailly abrégé)
marcher devant, gén..
Étymologie: πρό, βαδίζω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
βαδίζω πριν από κάποιον άλλο, προηγούμαι, προπορεύομαι
νεοελλ.
έχω το προβάδισμα, δηλαδή πηγαίνω μπροστά από τους άλλους σε επίσημες τελετές.
Russian (Dvoretsky)
προβᾰδίζω: двигаться впереди (τινός Plut.).