ῥευστικός

From LSJ
Revision as of 03:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥευστικός Medium diacritics: ῥευστικός Low diacritics: ρευστικός Capitals: ΡΕΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: rheustikós Transliteration B: rheustikos Transliteration C: refstikos Beta Code: r(eustiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A flowing, liquid, Plu.Aem.14, 2.905e. Adv. -κῶς ib.878f.

German (Pape)

[Seite 838] flüssig, fließend, Plut. Aem. Paull. 14 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ῥευστικός: -ή, -όν, (ῥέω) ὁ ἐν καταστάσει ῥοῆς ἢ ῥύσεως, ἡ ὕλη Ἀριστ. Ἀποσπ. 201, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 217. 2) μεταφ., ἄστατος, κυμαινόμενος, ἀσταθής, οὐσία Πλούτ. 2. 268D· πολυπραγμοσύνη ῥ. εἰς ἅπαντα αὐτόθι 522Α.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
fluide, coulant.
Étymologie: ῥευστός.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΝΜΑ ῥευστός
αυτός που έχει την ιδιότητα της ροής, ρευστός
νεοελλ.
φρ. «ρευστική υφή»
(πετρογρ.) δομή με συγκεκριμένο προσανατολισμό που απαντά σε εκρηξιγενή πετρώματα, όπως είναι τα ρεύματα λάβας και ορισμένες μαγματικές διεισδύσεις, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εξηγήσει τη διεύθυνση της ροής του σχεδόν στερεοποιημένου μάγματος.
επίρρ...
ῥευστικῶς Α
κατά ρευστικό τρόπο.

Greek Monotonic

ῥευστικός: -ή, -όν (ῥέω), ρευστός, χυτός, υγρός, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ῥευστικός: текучий, превратившийся в жидкость (ἀναθυμίασις Plut.).