προστυχής

From LSJ
Revision as of 03:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προστῠχής Medium diacritics: προστυχής Low diacritics: προστυχής Capitals: ΠΡΟΣΤΥΧΗΣ
Transliteration A: prostychḗs Transliteration B: prostychēs Transliteration C: prostychis Beta Code: prostuxh/s

English (LSJ)

ές,

   A engaged in or acquainted with, ταῖς τιθασείαις τῶν ἰχθύων Pl.Plt.264c; π. [τῇ στερεομετρίᾳ] γεγονότες Id.Epin.990e; τῷ βίῳ ib.973c, etc.; π. γίνεται,= προστυγχάνει, Id.Lg.955d. Adv. -χῶς by chance, Numen. ap. Eus.PE14.5.

German (Pape)

[Seite 784] ές, das, was Einem zustößt, begegnet, zufällig begegnend; προστυχὴς γίγνεται = προστυγχάνει, Plat. Legg. XII, 954 d epinom. 973 b u. öfter; τῷ βίῳ, im Leben Unglückssälle gehabt habend; – sich wobei befindend, womit beschäftigt, φιλοσοφίᾳ, τέχνῃ u. dgl., Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προστῠχής: -ές, ἀσχολούμενος εἴς τι, ταῖς τιθασείαις τῶν ἰχθύων Πλάτ. Πολιτικ. 264C· τῇ ἀστρονομίᾳ ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιν. 990D· τῷ βίῳ αὐτόθι 973Β, κτλ.· πρ. γίνεται = προστυγχάνει, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 955D. Ἐπίρ. -χῶς, τυχαίως Εὐσέβ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 728C.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που ασχολείται με κάτι («προστυχεῑς [τῇ στερεoμετρίᾳ] γεγονότες», Πλάτ.)
2. φρ. «προστυχὴς γίνεται» — τον συναντά κάποιος τυχαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -τυχής (< τύχη), πρβλ. -τυχής].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προστυχής -ές [προστυγχάνω] bekend met, met dat.: οὐ γὰρ δὴ προστυχής γε αὐτός... γέγονας ταῖς ἐν τῷ Νείλῳ τιθασείαις τῶν ἰχθύων want zelf ben je duidelijk niet bekend met de visteelt in de Nijl Plat. Plt. 264c. tegemoet tredend:. ἐὰν μὴ προστυχὴς δὲ ἐν πέντε ἔτεσιν γένηταί τις en als niemand hem binnen vijf jaar ermee confronteert Plat. Lg. 954d.

Russian (Dvoretsky)

προστῠχής: встречавшийся, сталкивавшийся, т. е. знакомый, осведомленный (τινι Plat.): π. τῷ βίῳ γιγνόμενος Plat. человек с (большим) житейским опытом.