σιγαλός
Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)
English (LSJ)
Dor. for σιγηλός (q.v.).
German (Pape)
[Seite 878] dor. statt σιγηλός, Pind.
Greek (Liddell-Scott)
σῑγᾱλός: Δωρ. ἀντὶ τοῦ σιγηλός, Πινδ.
English (Slater)
ςῑγᾱλός
1 silent σιγαλὸν ἀμαχανίαν ἔργῳ φυγών (P. 9.92)
Greek Monolingual
και σιγηλός, -ή, -ό / σιγαλός και σιγηλός, -ή, -όν, ΝΑ
1. αυτός που τηρεί σιγή, σιωπηλός
2. αυτός που δεν λέει πολλά, λιγομίλητος
3. αυτός που γίνεται χωρίς να προκαλεί θόρυβο, αθόρυβος, ήσυχος, σιγανός
νεοελλ.
1. αυτός που κινείται με αργό ρυθμό, βραδυκίνητος, αργός
2. δειλός, συνεσταλμένος.
επίρρ...
σιγαλά / σιγηλῶς ΝΑ
1. σιωπηλά, με σιγή
2. αθόρυβα, ήσυχα
νεοελλ.
με αργό ρυθμό, ήρεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιγή / σιγῶ + επίθημα -ηλός / -ᾱλός (πρβλ. σφριγ-ηλός, ὑψ-ηλός)].
Greek Monotonic
σῑγᾰλός: Δωρ. αντί σιγηλός.
Russian (Dvoretsky)
σῑγᾱλός: дор. = σιγηλός.