σκαφίδιον

From LSJ
Revision as of 03:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰφίδιον Medium diacritics: σκαφίδιον Low diacritics: σκαφίδιον Capitals: ΣΚΑΦΙΔΙΟΝ
Transliteration A: skaphídion Transliteration B: skaphidion Transliteration C: skafidion Beta Code: skafi/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of

   A σκάφη 1.1, σ. χαλκοῦν τετρυπημένον ib. 11(2).161 C80 (Delos, iii B.C.).    2 Dim. of σκαφίς (B), small skiff, Plb.34.3.2, Str.1.2.16, Luc.Cont.8.    II boat-load, POxy.1068.7 (iii A.D.).    III = κάρδοπος, Sch.Ar.Nu.669.

German (Pape)

[Seite 890] τό, dim. von σκαφίς, durch alle Bdign; bes. – a) kleine Wanne, kleiner Nachen; Pol. 34, 3, 2; Luc. Cont. 8 u. oft. – b) kleine Hacke, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰφίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σκαφὶς Ι. 2, μικρὰ σκάφη, Πολύβ. 34. 3, 2, Στράβ. 24· πρβλ. σκαφείδιον. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, 410.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de σκαφίς.

Greek Monotonic

σκᾰφίδιον: τό, υποκορ. του σκαφίς I. 2., μικρή λέμβος, καραβάκι, καΐκι, σε Στράβ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκαφίδιον -ου, τό bootje, schuitje.

Russian (Dvoretsky)

σκᾰφίδιον: (ῐδ) τό челнок, лодочка Polyb., Luc.