στέγνωσις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ,
A making watertight, τοῦ ἱεροποΐου IG11(2).165.7 (Delos, iii B.C.): pl., BGU1116.12 (i B.C.). II making close or costive, checking of natural evacuations, κοιλίας Dsc.1.115; stoppage of the pores, Gal.6.218, Orib.Syn.5.16; opp. χαύνωσις, S.E.P.1.238; cf. στένωσις.
German (Pape)
[Seite 932] ἡ, das Verdichten, Verstopfen; Diosc.; Gegensatz χαύνωσις, S. Emp. pyrrh. 1, 238.
Greek (Liddell-Scott)
στέγνωσις: ἡ, τὸ ποιεῖν τινα δυσκοίλιον, προξενεῖν δυσκοιλιοτητα, ἡ παρεμπόδισις τῶν φυσικῶν κενώσεων, κοιλίας Διοσκ. 1. 160· ἔμφραξις τῶν πόρων, Ὀρειβάσ. παρὰ Φωτ. Βιβλ. 175. 32 Γαλην.· ἀντίθετ. τῷ χαύνωσις, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 238.
Russian (Dvoretsky)
στέγνωσις: εως ἡ уплотнение, сгущение, сжатие Sext.