συμπεριέλκω

From LSJ
Revision as of 04:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπεριέλκω Medium diacritics: συμπεριέλκω Low diacritics: συμπεριέλκω Capitals: ΣΥΜΠΕΡΙΕΛΚΩ
Transliteration A: symperiélkō Transliteration B: symperielkō Transliteration C: symperielko Beta Code: sumperie/lkw

English (LSJ)

   A drag about together, in Pass., c. dat., PSI5.495.16 (iii B.C.), Placit.2.20.13.

Greek (Liddell-Scott)

συμπεριέλκω: περιέλκω ὁμοῦ, Πλούτ. 2. 190Β, Γαλην. 19. 276.

French (Bailly abrégé)

tirer ou traîner ensemble tout autour.
Étymologie: σύν, περιέλκω.

Greek Monolingual

Α
περιέλκω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + περιέλκω «τραβώ εδώ και εκεί»].

Greek Monolingual

Α
περιέλκω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + περιέλκω «τραβώ εδώ και εκεί»].

Russian (Dvoretsky)

συμπεριέλκω: увлекать вокруг, уносить с собой: συμπεριελκόμενος τῇ κινήσει Plut. увлекаемый вращательным движением.