συμμάρτυς

From LSJ
Revision as of 04:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque

Greek (Liddell-Scott)

συμμάρτῠς: -ῠρος, ὁ, ἡ, ὁ συμμαρτυρῶν, Σοφοκλ. Ἀντ. 864· τινός, ὁ ὁμοῦ μαρτυρῶν τί, Πλάτ. Φίληβ. 12Β, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγραφ. 3194.

Greek Monolingual

-υρος, ὁ, ἡ, ΜΑ
1. μάρτυρας που καταθέτει τα ίδια με άλλον μάρτυρα
2. αυτός που υφίσταται τα ίδια μαρτύρια με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μάρτυς «αυτός που δίνει μαρτυρία ή πληροφορία, αυτός που υπέστη μαρτύρια»].

Greek Monolingual

-υρος, ὁ, ἡ, ΜΑ
1. μάρτυρας που καταθέτει τα ίδια με άλλον μάρτυρα
2. αυτός που υφίσταται τα ίδια μαρτύρια με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μάρτυς «αυτός που δίνει μαρτυρία ή πληροφορία, αυτός που υπέστη μαρτύρια»].

Greek Monotonic

συμμάρτῠς: -ῠρος, ὁ, ἡ, αυτός που καταθέτει ως μάρτυρας από κοινού με κάποιον, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

συμμάρτῠς: или σύμμαρτυς, ῠρος ὁ и ἡ совместно свидетельствующий, (дополнительный) свидетель: ξυμμάρτυρας ὔμμ᾽ ἐπικτῶμαι Soph. я беру вас (всех) в свидетели; σ. εἶναί τινί τινος Plat. свидетельствовать в пользу кого-л. о чем-л.