σταφύλη

From LSJ
Revision as of 04:05, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

ὁ γοῦν κυνικὸς Μένιππος ἁλμοπότιν τὴν Μύνδον φησίν (Athenaios 1.34e) → At any rate the Cynic (satirist) Menippus says that Myndus is a brine-drinking town.

Source

German (Pape)

[Seite 931] ἡ, das Senkblei in der Bleiwage der Zimmerleute (weil es an der Schnur wie die Traube on ihrem dünnen Stiele hängt, σταφυλή), auch die Bleiwage selbst; ἵππους σταφύλῃ ἐπὶ νῶτον ἐΐσας, Il. 2, 765, Rosse über den Rücken hin so gleich, als wären sie mit der Bleiwage gemessen.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
fil à plomb ; niveau ; ἵπποι σταφύλῃ ἐπὶ νῶτον IL cavales dont le dos est de niveau, comme un fil à plomb.
Étymologie: R. Σταφ, fouler aux pieds, par développ. de la R. Στα, se tenir debout ; cf. ἵστημι.

English (Autenrieth)

plummet; σταφύλῃ ἐπὶ νῶτον ἐῖσαι, matched to a hair in height (plumb-equal), Il. 2.765†.

Greek Monolingual

ἡ, Α
το μετάλλινο βαρίδι της στάθμης τών ξυλουργών και τών κτιστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή, με αναβιβασμό του τόνου (πρβλ. κανθύλη, κοτύλη)].

Russian (Dvoretsky)

στᾰφύλη: (ῠ) ἡ гирька отвеса: σταφύλῃ Hom. по отвесу, т. е. совершенно точно.