τελεστήριον
Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl
English (LSJ)
τό,
A place for initiation, at Phlyae, Plu. Them.1; at Eleusis, Id.Per.13. II τελεστήρια (sc. ἱερά), τά, thank-offering for success, X.Cyr.8.7.3, Ael.VH12.1.
German (Pape)
[Seite 1085] τό, der Ort der Einweihung, Plut. Themist. 1 Pericl. 13; – τὰ τελεστήρια, sc. ἱερά, Dankopfer für glückliche Vollendung, Xen. Cyr. 8, 7, 3.
Greek (Liddell-Scott)
τελεστήριον: τό, τόπος πρὸς μύησιν, οἷον ὁ ἐν Ἐλευσῖνι ναός, Πλουτ. Θεμιστ. 1, Περικλ. 13, Κλήμ Ἀλεξ. 1. ΙΙ. τελεστήρια (ἐξυπακ. ἱερά), τά, εὐχαριστήριος θυσία ἐπὶ ἐπιτυχίᾳ, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 3, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 1.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 lieu pour les cérémonies d’initiation;
2 τὰ τελεστήρια actions de grâces pour l’achèvement d’une entreprise.
Étymologie: τελέω.
Greek Monotonic
τελεστήριον: τό (τελέω III)·
I. τόπος προς μύηση, όπως ο ναός της Ελευσίνας, σε Πλούτ.
II. τελεστήρια, τά, ευχαριστήρια θυσία για επιτυχία, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
τελεστήριον: τό1) место посвящения (в Элевсинские таинства) Plut.;
2) pl. благодарственная жертва Xen.