τλάθυμος

From LSJ
Revision as of 04:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source

German (Pape)

[Seite 1122] dor. = τλήθυμος, ἀλκά, Pind. N. 2, 15.

Greek (Liddell-Scott)

τλάθῡμος: -ον, Δωρικ. ἀντὶ τλήθυμος, «ἰσχυροκάρδιος» (Ἡσύχ.)· ἀλκὰ παγκρατίου τλάθυμος Πινδ. Ν. 2, 15.

English (Slater)

τλᾱθῡμος, -ον
   1 persevering ὦ Τιμόδημε, σὲ δ' ἀλκὰ παγκρατίου τλάθυμος ἀέξει (N. 2.15) κάπρῳ δὲ βουλεύοντα φόνον κύνα χρὴ τλάθυμον ἐξευρεῖν fr. 234. 3.

Greek Monolingual

-ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. τλήθυμος.

Greek Monotonic

τλάθῡμος: -ον, Δωρ. αντί τλήθυμος.

Russian (Dvoretsky)

τλάθῡμος: (ᾱ) дор. = τλήθυμος.