τραυλός
Ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα καὶ τὸν σώφρονα → Probi viri esto temperantisque aemulus → Dem Edlen eifre nach und dem Besonnenen
English (LSJ)
ή, όν,
A mispronouncing letters, lisping, stammering, Hp. Aph.6.32, Call.Com.19, PSI3.220.18 (iii A. D.), etc.; esp. of children, παῖς ἰσχνόφωνος καὶ τ. Hdt.4.155, cf. Arist.Aud.801b7, Pr.902b22. II of the swallow, twittering, APl.4.141 (Phil.); τραυλὰ μινύρεσθαι AP9.70 (Mnasalc.), cf. 57 (Pamphil.). III τὸ τ. τῶν λίθων the oily quality in stones, Olymp.Alch.p.97 B.
German (Pape)
[Seite 1135] lispelnd, schnarrend, der einen Buchstaben, bes. L u. R, nicht deutlich aussprechen kann; Her. 4, 155, Ggstz τορός; Plut. de Pyth. orac. 22. – Uebtr., zwitschernd, von der Schwalbe, Anth., z. B. Mnasalc. 9 (IX, 70).
Greek (Liddell-Scott)
τραυλός: -ή, -όν, ὁ κακῶς προφέρων γράμμα τι, κυρίως ὁ προφέρων τὸ ρ ὡς λ, ψευδός, «τσηβδός», Λατιν. balbus, Ἱππ. Ἀφ. 1257, Καλλίας ἐν Ἀδήλ. 3, κλπ.· μάλιστα ἐπὶ παιδίων, παῖς ἰσχνόφωνος καὶ τρ. Ἡρόδ. 4. 155, πρβλ. Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 21, Προβλ. 11. 30, 2, πρβλ. τραυλίζω, ψελλός. ΙΙ. ἐπὶ τῆς χελιδόνος, τραυλὰ μινυρομένα, Πανδιονὶ παρθένε... χελιδὼν Ἀνθ. Παλατ. 9. 70· τραυλὲ χελιδὼν Ἀνθ. Πλαν. 141. (Πιθανῶς κατ’ ὀνοματοπ.· πρβλ. τὸ Ἀγγλ. trawl).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui bégaie, qui balbutie.
Étymologie: DELG étym. obscure ; pê harmonie imitative du blésement, qui consiste à confondre ρ et λ.
Par. βάτταλος.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τραυλός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και τρευλός, -ή, -ό, Ν
αυτός που πάσχει από τραυλισμό, ψευδός
νεοελλ.
βραδύγλωσσος
αρχ.
(για χελιδόνι) αυτό που τερετίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. επίθ. το οποίο εμφανίζει φωνηεντισμό -α- (χαρακτηριστικό για λ. του καθημερινού λεξιλογίου, πρβλ. σκαμβός) και επίθημα -λός που απαντά και σε άλλα επίθ. τα οποία δηλώνουν σωματικές αναπηρίες (πρβλ. σιφ-λός, τυφ-λός, χω-λός). Η λ. θα μπορούσε, κατά μία άποψη, να ερμηνευθεί ως προϊόν ονοματοποιίας από τους ήχους που παράγουν οι τραυλοί στην προσπάθειά τους να μιλήσουν, ενώ έχει προταθεί και η σύνδεσή της με τη λ. τραῦμα. Κατ' άλλη, τέλος, άποψη, όχι τόσο πιθανή, η λ. τραυ-λός έχει προέλθει (με δυσερμήνευτη αποβολή του -σ-) από έναν αμάρτυρο τ. τρασύς, ο οποίος ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα του ρ. τέρσομαι «ξηραίνομαι»].
Greek Monotonic
τραυλός: -ή, -όν,
I. αυτός που δεν προφέρει καλά κάποιο γράμμα, κυρίως αυτός που προφέρει το ρ ως λ, ψευδός, Λατ. balbus, ιδίως λέγεται για παιδιά, σε Ηρόδ.
II. λέγεται για το χελιδόνι, τιτιβίζω, κελαηδώ, σε Ανθ. (πιθ. από τον ήχο).
Russian (Dvoretsky)
τραυλός: 3, редко
1) шепелявый, сюсюкающий Her., Arst.;
2) (о ласточке) щебечущий: τραυλὰ μινύρεσθαι Anth. щебетать.