ὑδροφοβία

From LSJ
Revision as of 05:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδροφοβία Medium diacritics: ὑδροφοβία Low diacritics: υδροφοβία Capitals: ΥΔΡΟΦΟΒΙΑ
Transliteration A: hydrophobía Transliteration B: hydrophobia Transliteration C: ydrofovia Beta Code: u(drofobi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A horror of water caused by the bite of a mad dog, hydrophobia, v.l. for foreg. in Dsc.2.47; ascribed by Men. to wine-drinkers, Fr.959.

German (Pape)

[Seite 1174] ἡ, die Wasserscheu, die auf den Biß des tollen Hundes folgt, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδροφοβία: ἡ, τὸ φοβεῖσθαι τὸ ὕδωρ, ὃ πάσχουσιν οἱ ὑπὸ λυσσῶντος κυνὸς δηχθέντες, λύσσα, hydrophobia, Cels. 5. 27· λέγεται ὑπὸ τοῦ Μενάνδρου ἐπὶ τῶν οἰνοποτῶν, ἐν Ἀδήλ. 503.

Greek Monolingual

η / ὑδροφοβία, ΝΑ, και ὑδροφόβη και ὑδροφοβή Α υδροφόβος
παθολογικός φόβος για το νερό ή για κάθε υγρό
νεοελλ.
1. παλαιότερη ονομασία της λύσσας
2. χημ. η ιδιότητα του υδρόφοβου.

Russian (Dvoretsky)

ὑδροφοβία: ἡ Men.; Plut. v. l. = ὑδροφόβας.