φιλόμβριος

From LSJ
Revision as of 05:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74

German (Pape)

[Seite 1282] = Folgdem, vom Frosche, Plat. 8 (VI, 43).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime la pluie en parl. de plantes.
Étymologie: φίλος, ὄμβρος.

Greek Monolingual

-ον, Α φίλομβρος
(για ζώο) αυτός που του αρέσει η βροχή.

Russian (Dvoretsky)

φιλόμβριος: и φίλομβρος 2 любящий дождь или сырость (βάτραχος, νάρκισσος Anth.).