φρενόω

From LSJ
Revision as of 05:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ὡς τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἔξοδον ποιεῖσθαι → regard as going to execution, regard as the outmarch to death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρενόω Medium diacritics: φρενόω Low diacritics: φρενόω Capitals: ΦΡΕΝΟΩ
Transliteration A: phrenóō Transliteration B: phrenoō Transliteration C: frenoo Beta Code: freno/w

English (LSJ)

(φρήν)

   A make wise, instruct, inform, τινα A.Pr.337, S. Ant.754, Tr.52, E.Ion526 (troch.); φρενώσω δ' οὐκέτ' ἐξ αἰνιγμάτων, i.e. will teach plainly, A.Ag.1183; poet. Verb, used by X.Mem.4.1.5; φ. τινὰ εἴς τι ib.2.6.1:—Pass., Phld.Lib.p.52 O.; πεφρενωμένος Luc. Lex.19; φρενωθῆναι οὐδὲ πρὸς αὐτῆς τῆς Ἀθηνᾶς Jul.Or.7.225b.    II Pass., to be high-minded, elated, LXX 2 Ma.11.4, Babr.101.5.    III φ. is prob. a late spelling of φρονῶν (v. φρονέω IV fin.) in the phrase ζῶν καὶ φρενῶν.

German (Pape)

[Seite 1304] klug machen, zurechtweisen, belehren; Aesch. prom. 335 Ag. 1156; Soph. Trach. 52 Ant. 730; Eur. Ion 526 u. öfter; Xen. Mem. 4, 1,5, εἴς τι 2, 6, 1.

Greek (Liddell-Scott)

φρενόω: μέλλ. -ώσω, (φρὴν) βάλλω φρένας εἴς τινα, ποιῶ αὐτὸν φρόνιμον, σωφρονίζω, διδάσκω, τινα Αἰσχύλ. Πρ. 335, Σοφ. Ἀντ. 754, Τραχ. 52, Εὐρ. Ἴων 526· φρενώσω δ’ οὐκέτ’ ἐξ αἰνιγμάτων, δηλ. θὰ διδάξω οὐχὶ πλέον δι’ αἰνιγμάτων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1183 ποιητ. ῥῆμα ἐν χρήσει παρὰ Ξεν. ἐν Ἀπομν. 4. 1, 5· φρ. τινὰ εἴς τι αὐτόθι 2. 6, 1. ― Παθ., πεφρενωμένος Λουκ. Λεξιφάν. 19. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. τύπῳ, ὑψηλοφρονῶ, εἶμαι ὑπερήφανος, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. ΙΑ΄, 4), Βαβρ. 101. 5. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Β΄, σ. 85.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. φρενώσω, pf. Pass. πεφρένωμαι;
1 rendre sage ou sensé, ramener à la raison, acc. ; Pass. être ramené ou revenir à la raison;
2 exciter l’esprit, rendre orgueilleux ; Pass. s’enorgueillir de, τινι.
Étymologie: φρήν.

Greek Monotonic

φρενόω: μέλ. -ώσω (φρήν
I. κάνω κάποιον σοφό, σωφρονίζω, κατατοπίζω, διδάσκω, τινά, σε Τραγ., Ξεν.· φρενώσω δ' οὐκέτ' ἐξ αἰνιγμάτων, δηλ. θα διδάξω απλά, σε Αισχύλ.
II. σε Παθ., είμαι υπερήφανος, σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

φρενόω: 1) вразумлять, наставлять (τινα Trag., Xen.; φ. εἴς τι Xen.): ἄνδρες πεφρενωμένοι Luc. сознательные люди;
2) делать гордым, pass. гордиться Babr.