φυγόπονος

From LSJ
Revision as of 05:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠγόπονος Medium diacritics: φυγόπονος Low diacritics: φυγόπονος Capitals: ΦΥΓΟΠΟΝΟΣ
Transliteration A: phygóponos Transliteration B: phygoponos Transliteration C: fygoponos Beta Code: fugo/ponos

English (LSJ)

ον,

   A shunning work or hardship, Plb.39.1.10.

German (Pape)

[Seite 1312] Arbeit, Anstrengung fliehend, arbeitsscheu, Pol. 40, 6,10.

Greek (Liddell-Scott)

φῠγόπονος: -ον, ὁ ἀποφεύγων τοὺς κόπους, ὁ μὴ θέλων νὰ ἐργασθῇ, Πολύβ. 40. 6, 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fuit le travail ou la fatigue, paresseux.
Étymologie: φεύγω, πόνος.

Greek Monolingual

-η, -ο / φυγόπονος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αποφεύγει τους κόπους, την εργασία, οκνηρός, τεμπέλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο- (< θ. φυγ- του αορ. β' -φυγ-ον του ρ. φεύγω) + πόνος (πρβλ. μισό-πονος, παυσί-πονος)].

Greek Monotonic

φῠγόπονος: ὁ, αυτός που αποφεύγει τη δουλειά ή τις ταλαιπωρίες, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

φῠγόπονος: избегающий трудов, уклоняющийся от работы Polyb.