χαλκεόφωνος

From LSJ
Revision as of 05:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκεόφωνος Medium diacritics: χαλκεόφωνος Low diacritics: χαλκεόφωνος Capitals: ΧΑΛΚΕΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: chalkeóphōnos Transliteration B: chalkeophōnos Transliteration C: chalkeofonos Beta Code: xalkeo/fwnos

English (LSJ)

ον,

   A with voice of brass, i. e. ringing strong and clear, of Stentor, Il.5.785; of Cerberus, Hes.Th.311.

German (Pape)

[Seite 1330] mit eherner Stimme, mit starker, helltönender Stimme, die, wie auch wir sagen, Metall hat; Il. 5, 785; Hes. Th. 311; ἀοιδή Ep. ad. (IX, 505, 15).

Greek (Liddell-Scott)

χαλκεόφωνος: -ον, ὁ ἔχων φωνὴν χαλκῆν, δηλ. ἠχηρὰν καὶ εὐκρινῆ, ἐπὶ τοῦ Στέντορος, Ἰλ. Ε. 785· ἐπὶ τοῦ Κερβέρου, Ἡσ. Θεογ. 311· πρβλ. χαλκοβόας.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la voix forte ou retentissante comme l’airain.
Étymologie: χαλκός, φωνή.

English (Autenrieth)

with brazen voice, epith. of Stentor, Il. 5.785†.

Greek Monolingual

και χαλκόφωνος, -ον, Α
αυτός που έχει ηχηρή και ευκρινή φωνή («Στέντορι... μεγαλήτορι χαλκεοφώνῳ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο- / χαλκ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. γυναικό-φωνος, κακό-φωνος].

Greek Monotonic

χαλκεόφωνος: -ον (φωνή), αυτός που έχει φωνή από χαλκό, δηλ. δυνατή και καθαρή, σε Ομήρ. Ιλ., σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

χαλκεόφωνος: медноголосый, т. е. громогласный (Στέντωρ Hom.; Κέρβερος Hes.; ἀοιδή Anth.).