ψυχαλγής

From LSJ
Revision as of 06:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχαλγής: -ές, ἀλγεινὸς εἰς τὴν ψυχήν, βλεφάρων ψυχαλγέα νοῦσον Ἀνθ. Π. 1. 90. - ῥῆμ. ψυχαλγέω, Θ. Στουδ. σ. 768. ἔκδ. Μi.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
αυτός που προκαλεί ψυχικό άλγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -αλγής (< ἄλγος), πρβλ. θυμ-αλγής].

Russian (Dvoretsky)

ψῡχαλγής: причиняющий душевные страдания, терзающий душу (νοῦσος Anth.).